φράσνιος

φράσνιος
-α, -ο, Ν
φρ. «φράσνια βαθμίδα» ή, απλώς, «το φράσνιο»
γεωλ. κανονική παγκόσμια υποδιαίρεση τού δεβονίου και τών θαλάσσιων πετρωμάτων που σχηματίστηκαν κατά τη διάρκειά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγλλ. frasnian (stage) < γαλλ. frasnien < Frasnes-(lez-Αnvaing), ονομ. περιοχής τού Βελγίου στην οποία μελετήθηκαν οι επιφανειακές εμφανίσεις τής βαθμίδας αυτής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”